- κἠπ'
- ἐπί , ἐπίbeing uponindeclform (prep)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αιτιατική πτώση — Η πτώση που δηλώνει το πρόσωπο ή το πράγμα στο οποίο κατευθύνεται η ενέργεια του υποκειμένου. Τη μεταχειριζόμαστε όταν απαντούμε στην ερώτηση «ποιον;» ή «τι;». Π.χ. «Ποιον θέλεις;» «Τον Κώστα» ή «Τι ξέχασες;» «Τον αναπτήρα μου». Η α.π. έχει… … Dictionary of Greek
Scansion — La scansion est proprement l action de scander un vers, c est à dire d en analyser la métrique ou plus précisément, d en déterminer le schéma métrique ou modèle. Par extension, la déclamation du vers pour faire ressortir ce schéma métrique est… … Wikipédia en Français
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
κελλαρίδιον — κελλαρίδιον, τὸ (Α) πάπ. υποκορ. τού κελλάριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κελλάριον + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. κηπ ίδιον, σφαιρ ίδιον)] … Dictionary of Greek
κλίνειος — κλίνειος, εία, ον (Α) αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κλίνη («ξύλα κλίνει εἰς ὀγδοήκοντα μνᾶς ἄξια», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + επίθημα ειος (πρβλ. κήπ ειος, λεόντ ειος)] … Dictionary of Greek
κολοσσουργία — κολοσσουργία, ἡ (Α) η κατασκευή κολοσσού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοσσός + ουργία (< ουργός < ἔργον), πρβλ. ερι ουργία, κηπ ουργία] … Dictionary of Greek
κρεάδιον — κρεᾴδιον, τὸ (AM) μικρό κομμάτι κρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρέας + υποκορ. κατάλ. άδιον (πρβλ. ζυγ άδιον, κηπ άδιον)] … Dictionary of Greek
λεμβάδιον — λεμβάδιον, τὸ (Μ) μικρή λέμβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβος + υποκορ. κατάλ. άδιον (πρβλ. κηπ άδιον, κρε άδιον)] … Dictionary of Greek
μούσειος — μούσειος, ον, αιολ. τ. μοισαῑος, αία, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Μούσες 2. μουσικός 3. φρ. α) «μοισαῑον ἅρμα» το άρμα τής ποίησης β) «μοισαῑος λίθος» μνημείο από άσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μούσα (Ι) + κατάλ. ειος (πρβλ. ίππ ειος, κήπ … Dictionary of Greek
οδουρός — ὁδουρός, ὁ, ἡ (Α) 1. οδηγός 2. ληστής που ενεδρεύει, παραμονεύει στους δρόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + ουρός (< Foρός < ὁρῶ «βλέπω»), πρβλ. κηπ ουρός, τεμεν ουρός] … Dictionary of Greek